στίβος

στίβος
ο
1. μέρος σταδίου κατάλληλο για αγώνες ή ασκήσεις: Αποχώρησαν από το στίβο ισόπαλοι.
2. πεδίο δράσης και αγώνων: Αγωνίστηκε στο στίβο της ζωής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στίβος — trodden way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

  • στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοι — στίβος trodden way masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοις — στίβος trodden way masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοισι — στίβος trodden way masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβον — στίβος trodden way masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβου — στίβος trodden way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβους — στίβος trodden way masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβων — στίβος trodden way masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”